- καταγορεύω
- καταγορεύω, αόρ. β' κατεῑπον (Α)1. ανακοινώνω, αναγγέλλω2. παίρνω καταδικαστική απόφαση για κάποιον («κατηγορεύει τις πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν», Ξεν.)3. κατηγορώ, καταγγέλλω («μὴ καταγορεύειν μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων», Αριστοτ.)4. μιλώ με σαφήνεια («φέρε νῡν κατείπω τοῑς θεαταῑς τὸν λόγον», Αριστοφ.)5. απαριθμώ6. λέγω, διηγούμαι («οὐκ ὀκνήσω... πρός σε κατειπεῑν, ἐφ' οἶς ἐλύπησάν τινές με», Ισοκρ.)7. παθ. καταγορεύομαιαπαγγέλλομαι («αἰ κατηγορίαι ὠνομάσθησαν ἀπὸ τοῡ καταγορεύεσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀγορεύω «ομιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.